πλαισιώνω

πλαισιώνω
[плэсионо] р. вставлять в раму, в оправу, обрамлять.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πλαισιώνω" в других словарях:

  • πλαισιώνω — πλαισιώνω, πλαισίωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλαισιώνω — πλαισιῶ, όω, ΝΑ [πλαίσιον] περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, εγκλείω κάτι σε πλαίσιο νεοελλ. μτφ. α) βρίσκομαι γύρω από κάποιον ως βοηθός ή συνεργάτης («τον πρύτανη πλαισιώνουν ικανά στελέχη») β) περιβάλλω κάτι σαν πλαίσιο («ωραία κτήρια πλαισιώνουν την …   Dictionary of Greek

  • πλαισιώνω — πλαισίωσα, πλαισιώθηκα, πλαισιωμένος 1. περιβάλλω, περικλείνω κάτι με πλαίσιο. 2. περιβάλλω σαν πλαίσιο, προστατεύω, βοηθώ, συμπαραστέκομαι: Πρέπει να πλαισιώσουμε το φίλο μας στην ωραία του αυτή προσπάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλαισίωμα — το, Ν [πλαισιώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλαισιώνω, η πλαισίωση 2. αυτό με το οποίο πλαισιώνεται κάτι, το πλαίσιο …   Dictionary of Greek

  • πλαισίωση — η, Ν 1. η ενέργεια τού πλαισιώνω, η περιβολή ενός αντικειμένου με πλαίσιο 2. μτφ. διακόσμηση, προφύλαξη, ενίσχυση ή προστασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαισιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. πλαισίωσις, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • πλαίσιο — Όρος που προέρχεται από το ρήμα πλαισιώνω = περιβάλλω κάτι με πλαίσιο, κορνιζάρω. Ο όρος χρησιμοποιείται στην αρχιτεκτονική για να χαρακτηρίσει τις διακοσμήσεις της εξωτερικής όψης του πάνω τμήματος, προς την οροφή, μιας οικοδομής. Συνήθως όμως π …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»